-
1 καλάμη
καλάμη, ἡ, Halm, bes. Rohr oder Getreidehalm; σὺν τῇ καλάμῃ ἀπόκειται ὁ σῖτος Xen. An. 5, 4, 27; σῖτον τόν τ' ἐπὶ ταῖς καλάμαις καὶ τὸν ἤδη κατειργασμένον D. Hal. 5, 13; καλάμην τε καὶ ἱερὰ δράγματα ἀσταχύων Callim. Cer. 20; sprichwörtlich ἐπὶ καλάμῃ ἀροῦν, Lys. bei Suid., das Land dadurch, daß man immerfort Getreide säet, erschöpfen, so daß es nur Halme ohne Körner trägt. – Uebertr., φυλόπιδος, ἧς τε πλείστην μὲν καλάμην χϑονὶ χαλκὸς ἔχευεν Il. 19, 222, wie im Orak. bei Polyaen. 6, 53. – Die bei der Ernte stehen bleibenden Halme, Stoppeln, Arist. meteor. 1, 4; übertr., ἀλλ' ἔμπης καλάμην γέ σ' ὀΐομαι εἰςορόωντα γιγνώσκειν Od. 14, 214, ich glaube, du wirst noch die Stoppeln, die Ueberbleibsel früherer Kraft, erkennen an dem altersschwachen Leibe; Arist. rhet. 3, 10 sagt γῆρας καλάμην εἶπεν, ἄμφω γὰρ ἀπηνϑηκότα; Luc. Alex. 5 μειράκιον ἔτι ὢν πάνυ ὡραῖον, ὡς ἐνῆν ἀπὸ τῆς καλάμης τεκμαίρεσϑαι; Philip. 3 (XI, 36) τὴν καλάμην δωρῇ, δοὺς ἑτέροις τὸ ϑέρος, die Stoppeln des Alters, der Jugend, ϑέρος, entggstzt; Ῥήσου κ., d. i. sein Leichnam, Or. Polyaen. 6, 53. – Callim. bei Schol. Pind. P. 4, 376, = λινοκαλάμη.
-
2 рысий
-ья, -ьеεπ.του λύγκα, του ρήσου• από λύγκα, από ρήσο•рысий мех γούνα από λύγκα.
|| αστραφτερός (για μάτια), λυγκοειδής. -
3 καλάμη
A stalk, esp. the stalk or straw of corn, metaph. in Hom., αἶψά τε φυλόπιδος πέλεται κόρος ἀνθρώποισιν, ἧς τε πλείστην μὲν καλάμην Χθονὶ Χαλκὸς ἔχευεν, ἄμητος δ' ὀλίγιστος, i.e. when there is much straw and little harvest, much slaughter and little profit, Il.19.222; κ. πυρῶν wheat- straw, Hdt.4.33;σῖτος σὺν τῇ καλάμῃ ἀποκείμενος X.An.5.4.27
;καλάμαν τε καὶ ἱερὰ δράγματα.. ἀσταχύων Call.Cer.20
; prov. of a greedy farmer, πυροὺς ἐπὶ καλάμῃ ἀροῦν to exhaust ground by one corn-crop after another, Lys.Fr.77: pl., σῖτος ἐπὶ ταῖς κ. D.H.5.13.2 stubble, Arist.Mete. 341b27, PSI4.380.6 (iii B.C.), 1 Ep.Cor.3.12, etc.: metaph., of an old man, καλάμην γέ σ' ὀΐομαι εἰσορόωντα γιγνώσκειν thou mayst still, I ween, perceive the stubble (i.e. the residue) of former strength, Od.14.214;τὸ γῆρας καλάμη Arist.Rh. 1410b14
;τὴν κ. δωρῇ, δοὺς ἑτέροις τὸ θέρος AP11.36
(Phil.); Ῥήσου κ. the remains of Rhesus, i.e. his corpse, Orac. ap. Polyaen.6.53; ἀπὸ τῆς κ. τεκμαίρεσθαι to judge from the remains, Luc.Alex.5.II = κάλαμος, Hld.8.9.
См. также в других словарях:
Ιπποκόων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Οίβαλου, βασιλιά των Αμυκλών της Λακωνίας και της νύμφης Βατείας. Παρότι τον θεωρούσαν νόθο, στηρίχθηκε στην πρωτοτοκία του και έδιωξε, μετά τον θάνατο του πατέρα του, τους αδελφούς του, Τυνδάρεω και Ικάριο … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
ρήσος — I Κατά την ελληνική μυθολογία, βασιλιάς της Θράκης που είχε πάει στην Τροία τον τελευταίο χρόνο του Τρωικού πολέμου, ως σύμμαχος του Πριάμου. Αλλά το ίδιο κιόλας βράδυ της άφιξής του, τον σκότωσε ο Διομήδης και ο Οδυσσέας. Ο φόνος του Ρ. αποτελεί … Dictionary of Greek
ρησός — I Κατά την ελληνική μυθολογία, βασιλιάς της Θράκης που είχε πάει στην Τροία τον τελευταίο χρόνο του Τρωικού πολέμου, ως σύμμαχος του Πριάμου. Αλλά το ίδιο κιόλας βράδυ της άφιξής του, τον σκότωσε ο Διομήδης και ο Οδυσσέας. Ο φόνος του Ρ. αποτελεί … Dictionary of Greek